- ωκύπους
- -ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαροςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπουςζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους). Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].
Dictionary of Greek. 2013.